ανεβασιά

ανεβασιά
η
1) поднимание; 2) погрузка (вещей); 3) одышка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανεβασιά" в других словарях:

  • ανεβασιά — η ανάβαση, ανηφόρα: Σε λίγο άρχιζε μια απότομη ανεβασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέβαση — η ανεβασιά, ανηφοριά, πλαγιά …   Dictionary of Greek

  • μοιρασιά — και μοιρασά και μοιρασιά, η (Μ μοιρασιά και μερασία) μοίρασμα, διανομή μσν. 1. η πράξη τής διαίρεσης στα μαθηματικά 2. μερτικό, μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράζω (πρβλ. ανεβασιά < ανεβάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ανέβασμα — το, ατος και ανεβασμός, ο 1. ανεβασιά (βλ. λ.). 2. ανύψωση, πρόοδος: Το ανέβασμα ήταν πολύ γρήγορο. 3. το να ανεβαίνει κανείς: Το ανέβασμα ήταν μάλλον εύκολο. 4. το φούσκωμα (για ζύμη): Άργησε τ ανέβασμα του ψωμιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»